Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άθλια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
άθλια [áθlia] adv
  • unhappily, wretchedly, badly off, shabbily, miserably (syn άσχημα, ελεεινά, οικτρά):
    • ζω ~ (syn δυστυχώ) |
    • του φέρθηκαν ~ he was treated (by people) shabbily |
    • ένας ανθρωπάκος γέρος κι αδύνατος, ντυμένος ~ ... επλησίασε (Karyotakis) |
    • μετριότατοι όμιλοι ... μεταφέρουν επιθεωρησιακά νούμερα, ~ κι αυτά ανεβασμένα (Palaiologos)

[der of άθλιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθλίατρος ο [aθlíatros] Ο20α θηλ. αθλίατρος [aθlíatros] Ο36 : αθλητίατρος.

[λόγ. < αθλητίατρος με απλολ.· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go