Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άθληση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άθληση η [áθlisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθλούμαι: H ~ είναι ωφέλιμη, όταν γίνεται με μέτρο. 2. (μτφ., σπάν.) α. άσκηση ή εξάσκηση σε κτ.: H ~ της ελευθερίας / αρετής. Πνευματική / ηθική ~. H παιδεία είναι ~ του πνεύματος. β. μεγάλη ταλαιπωρία ή δοκιμασία· (πρβ. μαρτύριο): Οι σκλαβωμένοι Έλληνες συγκινούνταν από τις αθλήσεις των νεομαρτύρων.

[λόγ. < ελνστ. ἄθλη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
άθληση [áθlisi] η, gen άθλησης & αθλήσεως, pl αθλήσεις
  • ① athletic exercise
  • ② fig hard work, struggle, exercise:
    • ~ του πνεύματος |
    • ηθική ~ |
    • η επιστημονική έρευνα είναι ~ του πνεύματος |
    • (οι μεγάλοι δημιουργοί) βρίσκονται ... μακριά μας με τη λαμπρή πνευματική τους ~ (Papanoutsos) |
    • (η αξία των αγαθών του πολιτισμού) πολλαπλά ίσως καθιερωμένη με τη δημιουργική ~ των ηρώων της ανθρωπότητας (Despotop) |
    • η καθημερινή ύπαρξη (του ανθρώπου) παρουσιάζεται σαν ~ ελευθερίας (id.) |
    • η καλλιτεχνική δημιουργία αναγνωρίζεται γενικώς ως μια μοναχική ~ (Prevelakis) |
    • ο Γκόρκη ήταν ακόμα βυθισμένος στην άθλησή του και σχεδόν ακόμα χωρίς ελπίδα (Kazantz) |
    • poem λούζεται μέσ' σε ωκεανό η μυστική άθλησή σου (Sikel) |
    • δυνατοί, γυμνασμένοι στην ~ της ζωής, όλοι ωραίοι κλ (Doriadis)
  • ③ hardship, trial (syn δοκιμασία):
    • ανέβηκε από θυσία σε θυσία, από άθλο σε άθλο, στην κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό (Kazantz) |
    • όλη σου η ~, μεγαλομάρτυρα, ανεβαίνει στο νου μου (id.) |
    • πολύ περισσότερο από τους οσίους συγκινούν τους σκλάβους οι αθλήσεις των νεομαρτύρων (Vacalop) |
    • poem και σώπαινε καθώς μια Παναγία, | που ως ~τον πόνο της πονεί (Koukoulas)

[fr MG ← PatrG, K ἄθλησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες