Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άηχος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άηχος -η -ο [áixos] Ε5 : α.που δεν έχει ήχο: Άηχο και βουβό κυλούσε το ποτάμι. β. (γλωσσ.) άηχοι φθόγγοι ή άηχα σύμφωνα, που προφέρονται με χαλαρωμένες τις χορδές του λάρυγγα. ANT ηχηρός: Άηχα σύμφωνα της ελληνικής.

[λόγ.: α: ελνστ. ἄηχος· β: σημδ. γαλλ. sourdes (πληθ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άηχος, -η, -ο [áixos]
  • ① producing no sound, soundless, silent (syn αθόρυβος, ant θορυβώδης):
    • poem ω ψυχή μου, | που τα λόγια ακόμα μέσα σου | συναπαντιώνται αναμεσό τους | και γνωρίζονται |...| άηχα και βουβά (Sikel) |
    • άηχο ποτάμι φαίνεται, που τ' άνθια αναμερίζει (id.) |
    • ο δίσκος μού πέφτει απ' τα χέρια ~, σωριάζουμαι (Ritsos) |
    • να ξέρω τι να πω εκεί σαν είμαι | μπρος ―αχ, τι καλά― στην άηχη οιμωγή τους (Skarimpas) |
    • επιτύμβια πλάκα, ρόδο άηχο (Kaftantzis)
  • ② ling & gramm (Psichari also άνηχος) unvoiced, voiceless:
    • ~ φθόγγος voiceless sound |
    • άηχο σύμφωνο voiceless consonant

[fr K ἄηχος, cpd w. ήχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go