Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άζωτο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άζωτο το [ázoto] Ο40 : χημικό στοιχείο αέριο, άχρωμο και άοσμο, που αποτελεί τα τέσσερα πέμπτα του ατμοσφαιρικού αέρα: Tο ~ θεωρήθηκε αρχικά ακατάλληλο για τη ζωή και γι΄ αυτό ονομάστηκε έτσι.

[λόγ. < γαλλ. azot(e) -ον < a- = α- 1 + “αρχ.” ζωτ- (ζωή), αντί π.χ. άζωον, επειδή “δεν επιτρέπει την αναπνοή” (πρβ. ελνστ. ἄζωτον `χωρίς ζωή΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άζωτο [ázoto] το, (& L άζωτον) chem
  • nitrogen, azote:
    • biol κύκλος του αζώτου nitrogen cycle |
    • ιωδιούχον άζωτον |
    • θειούχον άζωτον |
    • χλωριούχον άζωτον |
    • εργοστάσιο αζώτου nitre works |
    • το ονόμασαν ~, γιατί το θεωρούσαν άχρηστο για τη ζωή (Saratsis)

[fr K ἄζωτον· ἀβίωτον Hesych. 'lifeless']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζωτούχος -ος / -α -ο [azotúxos] Ε14 : που περιέχει άζωτο: Aζωτούχες ουσίες. Aζωτούχα λιπάσματα. Aζωτούχες χημικές ενώσεις. Aζωτούχα οξείδια.

[λόγ. άζωτ(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. azoté]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζωτούχος, -ος, -ο [azotúxos]
  • azotic, containing azote, nitrogenous, nitric:
    • αζωτούχες θρεπτικές ουσίες nitric nutrients |
    • αζωτούχο λίπασμα nitrate fertilizer |
    • αζωτούχο νιτρικό άλας nitrate

[der of άζωτο w. suff -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες