Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδηλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άδηλα, επίρρ.
  • 1) Kρυφά, χωρίς να γίνεται κ. φανερό:
    • εις όλους έναι τύχη, εις όλους τρέχει άδηλα, κανείς ουδέν το ξεύρει (Σπαν. O 91).
  • 2) Aπερίσκεπτα:
    • το πράγμαν και τα ρούχα του άδηλα να εξοδιάζει (ενν. ο ζαριστής) (Σαχλ. A´ M 181).

[<επίθ. άδηλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άδηλα [á∂ila] adv
  • invisibly, not obviously, unclearly, latently:
    • η αφαιρετική φαντασία... δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνία, εισχωρεί ~ και στις άλλες λειτουργίες του νου (Michelis) |
    • τα έργα των καλλιτεχνών αποτελούν παραδείγματα μορφολογικά μιας σοφίας κατακτημένης ~, διαισθητικά, μαντικά (id.)

[fr MG άδηλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες