Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άγχωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγχωση η [áŋxosi] Ο33 : πρόκληση άγχους.

[λόγ. αγχω- (δες αγχώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. angoisse]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγχωση [áŋxosi] η, (& L άγχωσις) med
  • anxiety (syn άγχος)

[cf αγχωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go