Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγονα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
άγονα [áγona] adv
  • barrenly, w. no result, unproductively:
    • έχουμε (προλήψεις)... ~ εμποδισμένοι σε τόσα της ζωής από την κακή επιβίωση αρχαίων "μέτρων και σταθμών" (Karantonis) |
    • poem βρέχει φωτιά στις παγωμένες θάλασσες του ύπνου | που αναδύεται σαν στήλη φωτός που έλαμψε ~ στα σκοτάδια (Dimakis).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγονάτιστος -η -ο [aγonátistos] Ε5 : 1.που δε γονάτισε. 2. (μτφ.) που δεν κάμπτεται, που δεν υποκύπτει σε δύσκολες, σε αντίξοες συνθήκες· ακλόνητος, αλύγιστος: Tο φρόνημα του λαού έμεινε αγονάτιστο.

[α- 1 γονατισ- (γονατίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγονάτιστος, -η, -ο [aγonátistos]
  • unbent, unbowed, unexhausted (in health, materially, or morally):
    • από τα βάσανα του πολέμου δεν έμεινε οικογένεια αγονάτιστη |
    • είναι ~ άνθρωπος (syn αλύγιστος)

[cpd w. γονατιστός: γονατίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες