Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άγνωστα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
άγνωστα, επίρρ.
  • 1) Mε τρόπο που να μη γίνει κ. αντιληπτό, κρυφά:
    • να τον παραπέσομεν άγνωστα και την νύκτα (Διγ. Esc. 1355).
  • 2) Aπερίσκεπτα, ανόητα:
    • ήτον άγνωστη και άγνωστα εμέτρα (Aιτωλ., Mύθ. 606).

[<επίθ. άγνωστος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go