Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγνωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άγνωμα [áγnoma] adv
  • w. no opinion of one's own, unknowingly (syn άβουλα) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες