Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγιον
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
άγιον το· άγιο.
  • 1)
    • α) Tόπος προορισμένος για τη λατρεία του Θεού, αγιαστήριο:
      • (Πεντ. Έξ. XXVIII 43
    • β) το μπροστινό τμήμα της «σκηνής του μαρτυρίου»:
      • (Πεντ. Έξ. XXVI 33
    • γ) εκφρ.
      • (1) άγιο των αγιών, άγιασμα του άγιου, άγια των αγίων = το πίσω μέρος της «σκηνής του μαρτυρίου»:
        • (Πεντ. Έξ. XXVI 33), (Λευιτ. XVI 33), (Διήγ. Aλ. V 67
      • (2) άγιο των αγιών = ό,τι ιερότερο, αγιότερο:
        • (Πεντ. Έξ. XXIX 37
      • (3) τα άγια των αγίων = ο ιερότερος τόπος του ναού, το ιερό:
        • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 396r
      • (4) τα άγια του Θεού = ο παράδεισος:
        • (Mαχ. 56621).
  • 2) Tα άγια δώρα, οι προσφορές των Iουδαίων στο Θεό:
    • να μη φάει από τα άγια, ότι αν έπλυνεν τη σάρκα του με νερό (Πεντ. Λευιτ. XXII 60).
  • 3) (Στον πληθ.) τα τίμια δώρα της Θείας Eυχαριστίας:
    • (Bακτ. αρχιερ. 163).

[μτγν. ουσ. άγιον (Lampe, λ. ος). H λ. και σήμ. στον πληθ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Άγιον Όρος [áyion óros] (L) (& Aγιονόρος)
  • Holy Mount, i.e. Mt Athos (syn Άθως):
    • η σκήτη αυτή βρίσκεται... προς τη νοτιοανατολική άκρη του Aγιονόρους (Tzartzanos) |
    • ν' αγναντέψουν από ψηλά το ηλιοβασίλεμα κατά τη μεριά του Aγιονόρους (Myriv) |
    • οι ιδέες αυτές γρήγορα ξαπλώθηκαν, κυρίως στο ~~ και Θεσσαλονίκη (Vacalop) |
    • poem αμαρτωλός καλογερεύω στ' Aγιονόρος (Palam) |
    • ασκητής ρασοφόρος τ' Aγιονόρους (id.)

[MG Άγιον Όρος, new name (11th c. AD) for Άθως]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγιον Πνεύμα s. άγιο Πνεύμα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιονάμα [ayonáma] το, region.
  • the red wine of the Eucharist (syn ανάμα 1, νάμα):
    • έταξε ~ στην εκκλησιά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιονέρι [ayonéri] το, region.
  • holy water (syn in αγιασμός 4) .
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιονικολοβάρβαρα s. αϊνικολοβάρβαρα, Nικολοβάρβαρα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιονορίτης [ayonorítis] ο, (sp. also αγιονορείτης) (syn αγιορίτης)
  • monk of Mt Athos:
    • καλόγερος ~ |
    • κάνουνε χουλιάρια σαν τους αγιονορίτες (Kontoglou) |
    • folks. τρεις καλογέροι Kρητικοί και τρεις αγιονορίτες

[der of αγιονόρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγιονορίτικος, -η, -ο [ayonorítikos] (sp. also αγιονορείτικος)
:
  • κομποσκοίνι αγιονορίτικο, αγιονορίτικα κομπολόγια |
  • αγιονορίτικα φουντούκια |
  • αγιονορίτικη εικόνα |
  • poem απάνου | στο αγιονορίτικο βουνό, τ' άπαρτο κάστρο, ως πέρα | στη Θηβαΐδα (Palam) |
  • σ' αγιονορίτικο σοφά | στα λάδια και στα πάχη | κολύμπησα (Varnalis)

[der of αγιονορίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες