Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγανο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγανο το [áγano] Ο42 : 1.οι πολύ λεπτές αποφύσεις που μοιάζουν με βελόνες στο επάνω μέρος του σταχυού· αθέρας 1. 2. πολύ λεπτό και μικρό κόκαλο ψαριού: Mου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό.

[ελνστ. ἄκανος ὁ `αγκαθωτό κεφάλι φυτού΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > γ] ή από επίδρ. του αρχ. ἄγανον (ξύλον) `ξερόκλαδο για προσάναμμα΄ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγανο [áγano] το,
  • ① bot awn, beard (syn αθέρας, μουστάκι):
    • άγανα του σιταριού, του κριθαριού |
    • το γέννημα είναι με ~ the cereals are now awned |
    • ένα ξερόχορτο τον άγγιζε με το άγανό του στο λαιμό (Myriv) |
    • τα σύκα πέφταν απ' έξω και γιόμιζαν χώματα και άγανα (id.) |
    • poem μα ο πόνος ~, τραχύ, | σε νου και σάρκα έχει μπηχτή (KKontos)
  • ② very thin fishbone (syn ψαραγάνα):
    • του μπήκε ένα ~ στο λαιμό or στο μάτι

[fr K ἄγανον 'small dry stick' (Souda) ← AG ἄκανος· ἄκανθα κλ (Hesych.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγανοπλέκω [aγanopléko] ppp αγανοπλεγμένος, αγανοπλεμένος,
  • knit or weave loosely (syn πλέκω αγανά or αραιά; cf αγανοϋφαίνω) .
[Λεξικό Κριαρά]
άγανος, επίθ.
  • Αγάνωτος ή αχρησιμοποίητος:
    • τσουκάλιν άγανον (Ιατροσόφ. 1012).

[<στερ. α‑ + γανώνω. Πβ. ουδ. αγάνιν σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγανός -ή -ό [aγanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) 1. (για ύφασμα) αραιός, αραιοϋφασμένος. ANT κρουστός: Aγανό πανί. || (μτφ.): Aγανό σύννεφο, διάφανο. 2. χαλαρός: ~ κόμπος. αγανά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έπλεξες την κάλτσα ~.

[αρχ. ἀγανός `μαλακός, ευγενικός΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγανός, -ή, -ό [aγanós]
  • ① loose (syn χαλαρός):
    • ~ κόμπος loose knot
  • ⓐ weav loosely woven (syn αραιοϋφασμένος):
    • αγανό πανί (ant κρουστό πανί) |
    • η γραβάτα θα 'ταν από αγανό μεταξωτό (Xenop) |
    • poem και με τα χέρια, που αγανές | νταντέλες τα σκεπάζουν, | χαιρετισμούς σαν άνθια ρίχτε (Malakasis) |
    • τ' άσπρο γένι, το αγανό (Agras)
  • ② fig transparent (of fog, clouds etc):
    • poem ο ουρανός ερημωνόντανε σ' αιώνια κίνηση από σύγνεφα αγανά (Sikel) |
    • όπου άσπροι αχνοί σερνάμενοι σκεπάζουν αγανοί (id.) |
    • κι ως τον ανθό του λιναριού ή τ' αγανά του λουλακιού ζαφείρια (id.).
[Λεξικό Γεωργακά]
αγανοϋφαίνω [aγanoiféno] ppp αγανοϋφασμένος, weav
  • weave loosely (ant κρουστοϋφαίνω) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες