Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβυθος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβυθος -η -ο [áviθos] Ε5 : (λογοτ.) α. που έχει πολύ μεγάλο βάθος· απύθμενος, άπατος: Άβυθη θάλασσα. Άβυθο πέλαγος. β. (μτφ.) αμέτρητος, ατέλειωτος: Άβυθη πικρία.

[λόγ. < αρχ. ἄβυθος ή α- 1 βυθ(ός) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβυθος, -η, -ο [áviθos]
  • bottomless, very deep (syn άπατος, απύθμενος):
    • εκεί η θάλασσα είναι άβυθη |
    • poem είν' η ψυχή μου Bενετιά χαμένη | σ' άβυθο πέλαγο, μαρμαρωμένο, νεκρικό (Karvounis)
  • ⓐ unmeasurable, intense:
    • με άβυθη πικρία διαπιστώνει την αλήθεια των λόγων του Pίλκε (Thrylos)

[cpd of βυθός; cf hapax ἄβυθος Plato]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες