Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβλαβα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άβλαβα, επίρρ.
  • Xωρίς ζημιά, χωρίς βλάβη:
    • μας εξεγκρούσεψε κι άβλαβα επέρασέ μας τόση μεγάλη θάλασσα (Φορτουν. Iντ. γ´ 51).

[<επίθ. άβλαβος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβλαβα [ávlava] adv
  • without (causing) damage.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες