Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Φώτα τα [fóta] Ο51α : η γιορτή της βάφτισης του Xριστού, τα Θεοφάνια.
[μσν. Φώτα (στη σημερ. σημ.) πληθ. του φως]
- φωταγώγηση η [fotaγójisi] Ο33 : ο (εορταστικού συνήθ. χαρακτήρα) φωτισμός χώρων, κτιρίων, δρόμων κτλ. με άπλετο φως· φωταγωγία: Aποφασίστηκε η ~ της πόλης κατά τον εορτασμό του πολιούχου αγίου.
[λόγ. φωταγωγη- (φωταγωγώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. illumination]
- φωταγωγία η [fotaγojía] Ο25 : ο (εορταστικού συνήθ. χαρακτήρα) φωτισμός χώρων, κτιρίων, δρόμων κτλ. με άπλετο φως· φωταγώγηση.
[λόγ. < ελνστ. φωταγωγία `μαγική τελετή για επίτευξη υπερφυσικού φωτισμού΄ σημδ. γαλλ. illumination]
- φωταγωγός ο [fotaγoγós] Ο17 : εσοχή σε όλο το ύψος ενός τοίχου ή κενός χώρος στο εσωτερικό μεγάλης συνήθ. οικοδομής, για να φωτίζονται τα εσωτερικά διαμερίσματα: H κουζίνα βλέπει στο φωταγωγό.
[λόγ. < ελνστ. φωταγωγός ἡ (ενν. θυρίς δες θυρίδα) `παράθυρο΄, μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ός]
- φωταγωγώ [fotaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : φωτίζω ένα χώρο, ένα κτίριο κτλ. με πολλά φώτα, με άπλετο φωτισμό (συνήθ. σε εορταστικές περιπτώσεις): H πόλη / η βίλα ήταν φωταγωγημένη. Tο κάστρο / το πλοίο είναι φωταγωγημένο. Ο δήμος φωταγώγησε την πόλη κατά την επέτειο της απελευθέρωσής της.
[λόγ. < ελνστ. φωταγωγῶ `οδηγώ με φως΄ σημδ. γαλλ. illuminer]
- φωταέριο το [fotaério] Ο42 : εύφλεκτο αέριο που παράγεται από απόσταξη λιθάνθρακα και χρησιμοποιείται για φωτισμό, θέρμανση και κίνηση· γκάζι.
[λόγ. φωτ(ο)- 1 + αέριον μτφρδ. γαλλ. gaz d΄éclairage & αγγλ. gaslight]
- φωταψία η [fotapsía] Ο25 : ο φωτισμός με πολλά φώτα, με άπλετο φως· φωταγώγηση.
[λόγ. < μσν. φωταψία `άναμμα φωτός΄ κατά το ελνστ. λυχναψία `άναμμα λυχναριού΄, σημδ. γαλλ. illumination]