Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φαναριώτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Φαναριώτης ο [fanarjótis] Ο10 θηλ. Φαναριώτισσα [fanarjótisa] Ο27 : 1. ο κάτοικος της συνοικίας Φανάρι της Kωνσταντινούπολης. 2. αυτός που ανήκε στην ελληνική αριστοκρατική τάξη του Φαναριού.

[Φανάρ(ι) -ιώτης < φανάρι εξαιτίας του φάρου που υπήρχε στο λιμάνι της περιοχής· Φαναριώτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες