Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάντα η [tsánda] Ο25 : αντικείμενο από δέρμα, από ύφασμα ή από άλλο υλικό, συνήθ. κλειστό από τις τρεις πλευρές και ανοιχτό από πάνω, που το κρατούν στο χέρι ή το κρεμούν στον ώμο για να μεταφέρουν διάφορα πράγματα. α. Γυναικεία ~, για μικροαντικείμενα. β. μαθητική ~, για βιβλία και τετράδια· σάκα. γ. για έγγραφα, φακέλους κτλ.· χαρτοφύλακας. δ. ~ για ψώνια, σακούλα. ε. εκδρομική / ταξιδιωτική ~, σακίδιο.
τσαντούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. α, β, δ, ε. τσαντάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή γυναικεία τσάντα. β. μικρή δερμάτινη θήκη που την κρατούν οι άντρες. [τουρκ. çanta· τσάντ(α) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαντάκιας ο [tsandákas] Ο4 πληθ. τσαντάκηδες : (οικ.) νεαρό κυρίως άτομο που, συνήθ. οδηγώντας μοτοσικλέτα, αρπάζει τσάντες από περαστικές γυναίκες.
[τσάντ(α) -άκιας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαντίλα 1 η [tsandíla] Ο25 : σακούλα από πολύ αραιό ύφασμα, που τη χρησιμοποιούν για να στραγγίζουν το τυρί. || (επέκτ., οικ.) για αραιό ύφασμα κακής ποιότητας.
[σλαβ. čedil(o) -α κατά το σακούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαντίρι το [tsandíri] Ο44 : αντίσκηνο, κυρίως όταν μένουν σ΄ αυτό τσιγγάνοι. || (επέκτ.) φτωχόσπιτο φτιαγμένο με πρόχειρα υλικά, π.χ. με λαμαρίνες, ξύλα κτλ.
τσαντιράκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çadιr -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαντόρ το [tsandór] Ο (άκλ.) : ριχτό ένδυμα που καλύπτει ολόκληρο το σώμα των γυναικών, σε ορισμένες μουσουλμανικές χώρες.
[λόγ. < αγγλ. chandor (από τα περσ.)]