Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Σταχτοπούτα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Σταχτοπούτα η [staxtopúta] Ο25α : φτωχή και όμορφη κοπέλα που ελπίζει και επιδιώκει να παντρευτεί με πλούσιο άντρα, όπως η ηρωίδα στο λαϊκό παραμύθι. || (ειρ.) για γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί ακόμη: Περιμένει σαν τη ~ το βασιλόπουλο του παραμυθιού.

[λόγ. σταχτο- 1 + γερμ. Ρutt(el) -α, μτφρδ. γερμ. Aschen puttel]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go