Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Σάιλοκ ο [sáilok] Ο (άκλ.) : σε μετωνυμία, για άνθρωπο φιλάργυρο και τοκογλύφο.
[λόγ. < αγγλ. Shylock ήρωας της τραγωδίας του Σαίκσπηρ Ο έμπορος της Βενετίας]



