Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Περού
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περουβιανικός -ή -ό [peruvianikós] Ε1 : περουβιανός1.

[λόγ. περουβια ν(ός) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περουβιανός -ή -ό [peruvianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Περού ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Περουβιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Περουβιανή λογοτεχνία. 2. (ως ουσ.) ο Περουβιανός, θηλ. Περουβιανή, ο κάτοικος του Περού. || (ως επίθ.): Περουβιανοί ποιητές.

[λόγ. < ιταλ. peruviano (-ano = -ανός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περουζές ο [peruzés] Ο13 : είδος πολύτιμου λίθου με γαλαζοπράσινο χρώμα.

[τουρκ. peruze (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περούκα η [perúka] Ο25 : πρόσθετη, ψεύτικη κόμη, ψεύτικα μαλλιά: Θεατρικές περούκες.

[βεν. peruca]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περουκιέρης ο [perukéris] Ο11 : τεχνίτης που κατασκευάζει περούκες.

[βεν. peruchier -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες