Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παντάναξ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Παντάναξ ο [pandánaks] Ο : (λόγ.) (εκκλ.) προσωνυμία του Θεού ή του Xριστού· (πρβ. Παντοκράτορας).

[λόγ. < ελνστ. παντάναξ]

[Λεξικό Κριαρά]
παντάναξ ο· κλητ. εν. παντάνακτα.
  • 1) Βασιλιάς, κύριος των πάντων
    • α) (προκ. για το Θεό και το Χριστό):
      • (Φλώρ. 693
      • παντάναξ κραταιός, Χριστός μου βροτοσώστης (Προδρ. III 236-1 χφ G κριτ. υπ.
      • (σε θέση επιθ.):
        • εις δόξαν του παντάνακτος Θεού (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 537
    • β) (προκ. για αρχαίο θεό, σε θέση επιθ.):
      • οι παντάνακτες θεοί μου (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά [51]).
  • 2) (Προκ. για αυτοκράτορα του Βυζαντίου) άρχοντας με απόλυτη εξουσία·
    • (σε προσφών.):
      • της πορφύρας βλάστημα, παντάναξ, τροπαιούχε (Προδρ. IV 637
    • (σε θέση επιθ.):
      • Ω δέσποτα παντάνακτα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 81).

[<παντ(ο)‑ + ουσ. άναξ. Η λ. τον 7. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες