Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Παλαιστίνιος ο [palestínios] Ο20α θηλ. Παλαιστίνια [palestínia] Ο28 : Άραβας που κατοικεί ή κατάγεται από την Παλαιστίνη: Tο δικαίωμα των Παλαιστινίων να έχουν πατρίδα. || (ως επίθ.): Ο ηγέτης των Παλαιστίνιων ανταρτών.
[λόγ. < αρχ. Παλαιστίν(η) -ιος· Παλαιστίνι(ος) -α]



