Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νικαραγουανός -ή -ό [nikaraγuanós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη Nικαράγουα ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Nικαραγουανή κυβέρνηση. Nικαραγουανή πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Nικαραγουανός, θηλ. Nικαραγουανή, ο κάτοικος της Nικαράγουας. || (ως επίθ.): Nικαραγουανοί υπουργοί.
[λόγ. Nικαράγου(α) -ανός < αγγλ. Nicaragua (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. Nicaragua (από γλ. των Ινδιάνων)]