Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Nαζωραίος ο [nazoréos] Ο18 : ο Iησούς Xριστός.
[λόγ. < ελνστ. Ναζω ραῖος < αραμ. nazir `ο άγιος του Θεού΄ (όν. ιουδαϊκής αίρεσης) ή < τοπων. Ναζαρέτ (από τα αραμ.);]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ναζωραίος (I) ο.
-
- (Όνομα του Ιησού Χριστού) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ:
- (Ντελλαπ., Στ. θρην. 590).
[μτγν. ουσ. Ναζωραίος (Κ.Δ., κ.α.). Η λ. και σήμ. θρησκ.]
- (Όνομα του Ιησού Χριστού) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ:
[Λεξικό Κριαρά]
- Ναζωραίος (II) ο.
-
- α) Ο αφιερωμένος στο Θεό, τύπος Εβραίου ασκητή (εδώ προκ. για το Σαμψών):
- Εις το κεφάλι μου ποτέ ξυράφι δεν έβαλα, διότι είμαι Ναζωραίος του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 183r)·
- β) (στον πληθ.) προκ. για τους χριστιανούς ασκητές και μοναχούς:
- έγραψεν ο Μωάμεθ, … βέβαιον τάξιμον … διά την γενεάν των Ναζωραίων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 271).
[<μτγν. ουσ. Ναζιραίος (Π.Δ., κ.α.· TLG) με επίδρ. του Ναζωραίος (I)]
- α) Ο αφιερωμένος στο Θεό, τύπος Εβραίου ασκητή (εδώ προκ. για το Σαμψών):



