Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ναβαρρέζος ο· Αναβαρρέζος.
-
- Αυτός που κατάγεται από τη Ναβάρρα της Ισπανίας·
- (εδώ) προκ. για τους επαγγελματίες μισθοφόρους της Ναβαρραίας Εταιρείας:
- (Byz. Kleinchron. Á 3441).
- (εδώ) προκ. για τους επαγγελματίες μισθοφόρους της Ναβαρραίας Εταιρείας:
[<ιταλ. Navarrese]
- Αυτός που κατάγεται από τη Ναβάρρα της Ισπανίας·