Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπέης ο [béis] Ο11 θηλ. μπέισσα [béisa] Ο27 στις σημ. 2, 3 : 1. τίτλος ορισμένων υποτελών ηγεμόνων ή ανώτερων υπαλλήλων της οθωμανικής αυτοκρατορίας: Ο ~ της Mάνης / της Tύνιδας. 2. (μτφ.) για άνθρωπο με αυταρχική συμπεριφορά που του αρέσει η καλοπέραση: Zει / περνάει σαν ~. 3. (θηλ.) η γυναίκα του μπέη.
[μσν. μπέης < τουρκ. bey `άρχοντας΄ -ς· μπέ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπέης ο· μπέγης· πέης.
-
- Τιμητικός τίτλος για αξιωματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
- ο μέγας αυθέντης και μέγας αμιράς σουλτάνος ο Μεχμέτ μπέης (Επιστ. Μωάμ. Β́ 662)·
- ο καπετάν πασιάς … εσύναξε τους μπέηδες να συμβουλευθεί (Διακρούσ. 852).
[<τουρκ. bey - παλαιότ. beğ. Ο τ. πέ‑ και σήμ. ποντ. με άλλη σημασ. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ϊς) και σήμ.]
- Τιμητικός τίτλος για αξιωματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:



