Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μπάλι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλιά η [balá] Ο24 : η πορεία που ακολουθεί η μπάλα ύστερα από χτύπημα ή ρίξιμο καθώς και η ίδια η μπάλα, όταν ακολουθεί αυτή την πορεία: Δυνατή / ψηλοκρεμαστή / προωθημένη ~. Παίχτης που σ΄ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού δεν έπιασε ούτε μία ~.

[μπάλ(α) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλιάτο(ν) το,
βλ. μπαϊλάτον.
[Λεξικό Κριαρά]
μπάλιος, επίθ.
  • (Προκ. για άλογο) που έχει άσπρο κούτελο:
    • (Κορων., Μπούας 10).

[<αρομ. bal'iŭ. Κατ' άλλη άποψη <αρχ. επίθ. βαλιός. Η λ. συν. στον τ. ‑ιους σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλίος ο,
βλ. βαΐουλος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες