Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μονεμβασιώτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Μονεμβασιώτης ο· Μονεβασιώτης· Μονοβασιώτης.
  • Αυτός που κατάγεται από τη Μονεμβασία ή κατοικεί σ’ αυτήν:
    • (Δια χειρός Γαβριήλ Σεβήρου) Μονεμβασιώτου (Σεβηρ.-Μανολ., Επιστ. 171· Χρον. σουλτ. 1058

[<τοπων. Μονεμβασία + κατάλ. ‑ώτης. Ο τ. Μονοβα‑ (<Μονοβασία) στο Somav. (‑σιό‑). Η λ. στο Du Cange (ως επίθ. του γνωστού κρασιού· βλ. μονοβασιά) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες