Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Μεγαλοπολίτης ο.
-
- Ο κάτοικος της Μεγαλόπολης:
- (Χρον. σουλτ. 10430).
[<τοπων. Μεγαλόπολις + κατάλ. ‑ίτης· πβ. μτγν. ουσ. με‑. Η λ. σε επιγρ. (L‑S Suppl.)]
- Ο κάτοικος της Μεγαλόπολης:



