Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Μάραθος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. μάραθον:
- (Πωρικ. I 32).
- Προσωποπ. του ουσ. μάραθον:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαραθόσπορος ο· μαλαθόσπορος· μαλαθρόσπορος.
-
- Σπόρος μάραθου:
- Μαλαθρόσπορον μετά τριψιδίου δος πιείν (Ιατροσόφ. 10221).
[<ουσ. μάραθον + σπόρος. Ουδ. μαλαθρόσπορον στο Somav.]
- Σπόρος μάραθου:



