Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μάλτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Μαλταίος ο.
  • Ο κάτοικος της Μάλτας:
    • (Αχέλ. 245).

[<τοπων. Μάλτα + κατάλ. ‑αίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες