Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλια η.
-
- Αλυσιδωτός θώρακας, πανοπλία:
- (Κυπρ. ερωτ. 15010).
[<ιταλ. maglia]
- Αλυσιδωτός θώρακας, πανοπλία:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλιά η· μαλέα· μαλία.
-
- 1)
- α) Ένοπλη σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη:
- (Φορτουν. Ιντ. δ́ 89)·
- εκείνο τον αδυνατό … εγώ τον έκαμα κουτσό 'ς μια μας μαλιά μεγάλη (Κατζ. Δ́ 352)·
- (ειρων.):
- (Ευγέν. 508)·
- φρ. κάνω μαλλιά, βλ. κάμνω Φρ. 64·
- β) πόλεμος:
- θέλεις τες χώρες μου και κάμνεις και μαλέα (Αλεξ. 824)·
- γ) μονομαχία:
- το σημάδι τση μαλιάς εστέκαν κι ανιμένα (Ερωτόκρ. Δ́ 1644).
- α) Ένοπλη σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη:
- 2)
- α) Φιλονικία, έριδα, αντιζηλία:
- (Φορτουν. Ιντ. ά 6)·
- όπου γυρίσεις δε θωρείς παρά μαλιές και πάθη (Ζήν. Δ́ 10)·
- β) «τσακωμός», (ψευτο)μάλωμα, «καβγαδάκι»:
- ωριότατες μαλιές κι αγάπες (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 124)·
- γ) διαμάχη, διένεξη:
- τα λόγια του τα φρόνιμα εσάσαν την μαλέα (Χούμνου, Κοσμογ. 914).
- α) Φιλονικία, έριδα, αντιζηλία:
- 3) Επίπληξη, επιτίμηση:
- εισμιόν μου κάμνει ορισμόν με όλην την μαλέαν (Χούμνου, Κοσμογ. 845)·
- φρ. κάνω μαλέα = επιπλήττω, μαλώνω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1846).
[<ουσ. ομαλία (βλ. ά.). Ο τ. ‑έα στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. (‑λλ‑) και σήμ. κρητ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλιν το,
- βλ. μαλλίν.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλιντζάδα η.
-
- Δέσμη· «χεριά, φουχτιά» (Somav. II, λ. manciata)·
- (εδώ) «ένα χέρι»:
- να του δώσω θέλω μια μαλιντζάδα ξυλές (Τσιρίγ., Επιστ. 169).
- (εδώ) «ένα χέρι»:
[<ιταλ. manciata (Καραποτόσογλου 2000: 104)]
- Δέσμη· «χεριά, φουχτιά» (Somav. II, λ. manciata)·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλιοβράσι το [malovrási] & μαλεβράσι το [malevrási] & μάλε βράσε το [mále vráse] Ο (άκλ.) : (προφ.) μόνο στην έκφραση γίνεται ~, επικρατεί μεγάλη αναταραχή, γίνεται μεγάλη φασαρία: Mάλωσαν για κληρονομικά κι έγινε ~ / το μάλε βράσε.
[μάλε βράσε: < φρ. βάλε βράσε με ανομ. [v-v > m-v] · μαλεβράσι: < μαλεβράσ(ε) -ι· μαλιοβράσι: < μαλεβράσι με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- και παρετυμ. μαλλιά ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλις η.
-
- Ασθένεια των σκυλιών, πιθ. μόρβα:
- (Κυνοσ. 59225).
[<αρχ. ουσ. μηλίς (L‑S, στη λ. B). Η λ. στα Ιππιατρικά]
- Ασθένεια των σκυλιών, πιθ. μόρβα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλίσα η,
- βλ. μαλιτσιά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάλιστα [málista] : I. επίρρ. 1. συνήθ. μαζί με το και, εκφέρει το βασικότερο κατά τη γνώμη του ομιλητή στοιχείο για το οποίο κατεξοχήν ισχύει αυτό που εκφράζει η πρόταση. α. με τη σημασία του προπάντων· ιδίως: Mη βγαίνεις λουσμένος έξω και ~ με τέτοιον καιρό. Tην κουράζει η αγο ρά και ~ τέτοιες μέρες. Πρέπει να υπάρχει σύμπνοια και ~ τώρα που οι καιροί είναι δύσκολοι. Tου αρέσει να εξυπηρετεί τον άλλον, όταν ~ είναι φίλος. β. με τη σημασία του επιπλέον, πριν ή μετά τη λέξη που προσδιορίζει: Yπάρχουν διαφορές και ~ ολοφάνερες. Tραυματίστηκε και ~ σοβαρά. Aνακατεύεται με την πολιτική (και) ~ κάποτε βγήκε και βουλευτής. Πέρασε, και με υποτροφία ~. Tον ξέρεις τον Kώστα; - Aν τον ξέρω; ~ τον έχω παντρέψει κιόλας. Tον ξέρω· είναι ~ πολύ γνωστός μου. || εκφέρει ένα επιπλέον στοιχείο το οποίο επιτείνει τις αρνητικές ή θετικές πληροφορίες που προηγούνται ή γενικά αποτελεί εντονότερη ή ακριβέστερη απόδοση των προηγουμένων: Ήταν κακός δάσκαλος και ~ ανεπαρκής, επιπλέον. Ξαφνικά έγινε ήσυχος, εύθυμος ~, μπορώ να πω. ΦΡ τώρα ~!, αναφώνηση κάποιου που βρίσκεται σε αδιέξοδο. 2α. χρησιμοποιείται ως καταφατική, ευγενική, μονολεκτική απάντηση· ναι: Θέλεις να δανειστείς το βιβλίο; -~, ναι θέλω. Είστε έτοιμοι; -~. Έγγαμος; -~. β. χρησιμοποιείται ως απάντηση στο άκουσμα του ονόματός μας ή στο κάλεσμα του τηλεφώνου: Ο Γιώργος Δημητρίου; -~, ο ίδιος. ~, ποιος στο τηλέφωνο / ποιον θέλετε;, ναι, εμπρός. γ. με επιφωνηματική χρήση σε διάλογο, εκφράζει τη δυσκολία ή τη δυσαρέσκεια του ομιλητή προς την κατάσταση που μόλις του έχει εκτεθεί: Έτσι έχουν τα πράγματα. -~· και τώρα τι κάνουμε; II. ως αντιθετικός σύνδεσμος σε παρατακτική σύνδεση, συνήθ. στην αρχή ή κοντά στην αρχή μιας πρότασης. 1. εκφράζει αντίθεση προς τα προηγούμενα· απεναντίας, αντίθετα: Aυτό ούτε που το φανταζόταν· περίμενε ~ ότι θα επιδίωκαν να τον συναντήσουν. || συχνά με το τουναντίον / απεναντίας / αντίθετα, για να εκφράσει εντονότερη αντίθεση: Δε μας επέπληξε· τουναντίον ~ δεν έκρυψε την ικανοποίησή του για τη δίκαιη αγανάκτησή μας. Δεν περίμενε ότι θα αποτύχει· απεναντίας ~ ήταν σχεδόν σίγουρος για την καλή έκβαση της υπόθεσης. Ποιος είπε ότι αυτό ισχυρίζομαι; τουναντίον ~, δηλαδή ισχυρίζομαι το εντελώς αντίθετο. || όχι μόνο
αλλά ~
και, σε επιδοτική αντιθετική σύνδεση, για να δοθεί έμφαση στο β' και σπουδαιότερο μέλος: Aπό την υπόθεση όχι μόνο δε έχασαν, αλλά ~ έφτιαξαν και περιουσία. Όχι μόνο να μην παρα πονιούνται, αλλά ~ πρέπει να είναι και ευχαριστημένοι. 2. βοηθά τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ. σχετικό με τα προηγούμενα που αξίζει να αναφερθεί: Ήταν όλες τους διαβασμένες. Mία ~ δεν άφησε θέμα που να μην το εξαντλήσει. Όλα τα παιδιά ήταν χαρούμενα. Ένα ~ από τη χαρά του άρχισε να χορεύει. III. (ως ουσ.): Δεν αρκούν τα ~, χρειάζεται δράση, δεν αρκεί να συμφωνείς.
[λόγ. < αρχ. μάλιστα `βεβαιότατα, σίγουρα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλιστα, επίρρ.
-
- α) Υπερβολικά, σε μεγάλο βαθμό:
- (Προδρ. IV 31)·
- β) ιδίως, κυρίως:
- εύκολα συμφωνά τινάς … μ’ εκείνους που 'χουν όμοιες τες γνώμες …, με συντοπίτες μάλιστα (Λίμπον. 137)·
- γ) αντιθέτως:
- είναι τόσο ελεήμων, … απού το μοναστήρι τίποτας δεν παίρνει, μάλιστα, όταν έλθει, φέρνει (Επιστ. Ηγουμ. 175)·
- δ) (επιτ.) επιπλέον, ακόμη και:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 659)·
- δεν επέρασα πέρα, ότι ήμουν χωρίς άρματα· μάλιστα και το άλογόν μου ήτον ασθενημένον (Διγ. Άνδρ. 3897).
[αρχ. επίρρ. μάλιστα. Η λ. και σήμ.]
- α) Υπερβολικά, σε μεγάλο βαθμό:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλίτσα η,
- βλ. μαλιτσιά.