Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Λευκωσιάτης ο· Λευκουσιάτης· Λευκωχιάτης.
-
- Ο κάτοικος της Λευκωσίας:
- (Μαχ. 42034).
[<τοπων. Λευκωσία + κατάλ. ‑ιάτης. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος της Λευκωσίας:



