Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λαρισαίος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Λαρισαίος ο· Λαρισιός.
  • Αυτός που κατάγεται από τη Λάρισα:
    • (Θησ. Ζ́ [203]).

[<αρχ. επίθ. Λαρισαίος ως εθν. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες