Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Λαμπρή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Λαμπρή η [lambrí] Ο29 : (οικ.) το Πάσχα.

[μσν. Λαμπρά, Λαμπρή ουσια στικοπ. θηλ. του επιθ. λαμπρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go