Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Λίβυος ο· πληθ. Λιβύοι.
-
- Που κατάγεται από τη Λιβύη:
- Νέφος πλήθος ην φουσσάτου, Τάταροί τε και Λιβύοι (Χρησμ. Ι 222).
[<αρχ. εθν. Λίβυς. Η λ. και σήμ.]
- Που κατάγεται από τη Λιβύη:



