Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λέσβιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Λέσβιος ο.
  • Ο κάτοικος της Λέσβου:
    • (Δούκ. 14531).

[αρχ. επίθ. Λέσβιος ως εθν. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες