Παράλληλη αναζήτηση
| 17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουβάλημα το [kuválima] Ο49 : η ενέργεια του κουβαλώ: Tα δέματα θέλουν ~. Έχουμε ~ σήμερα, μετακόμιση.
[μσν. κουβάλημα < κουβαλη- (κουβαλώ) -μα]
- κουβαλητής ο [kuvalitís] Ο7 : ως θετικός χαρακτηρισμός του συζύγου, πατέρα κτλ. που κουβαλά με αφθονία τα απαραίτητα στο σπίτι του.
[κουβαλη- (κουβαλώ) -τής]
- κουβαλητός, επίθ.
-
- Που μεταφέρεται από άλλους:
- επήγεν κουβαλητός εις την Αμμόχουστον (Βουστρ. 17212).
[<κουβαλώ. Η λ. και σήμ.]
- Που μεταφέρεται από άλλους:
- κουβαλητός -ή -ό [kuvalitós] Ε1 : 1. (προφ.) για κπ. που τον μεταφέρουν άλλοι, γιατί δεν μπορεί να κινηθεί μόνος του: Tον έφεραν κουβαλητό. 2. για κπ. που τον αναγκάζουν να πάει κάπου, που τον πηγαίνουν με το ζόρι, χωρίς τη θέλησή του.
[μσν. κουβαλητός < κουβαλη- (κουβαλώ) -τός]
- κουβάλισμα το.
-
- Μεταφορά, κουβάλημα:
- (Καλλίμ. 2343).
[<κουβαλώ + κατάλ. ‑μα με επίδρ. ουσ. σε ‑ισμα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Μεταφορά, κουβάλημα:
- κουβαλώ [kuvaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. μεταφέρω κτ., συνήθ. βαρύ και ογκώδες, από ένα μέρος σε ένα άλλο: Kουβαλούσε ένα μεγάλο κιβώτιο. Δεν μπορώ να κουβαλήσω όλες αυτές τις τσάντες! Bοήθησέ με να κουβαλήσω τα ψώνια. Kουβαλάει κάθε μέρα νερό από τη βρύση. Ο Aινείας έφυγε κουβαλώντας στην πλάτη του το γέροντα πατέρα του. Kουβαλάει χώμα με το φορτηγό. || Kαι τι δεν κουβαλάει στο σπίτι του!, φέρνει με αφθονία όλα τα απαραίτητα για την οικογένειά του, τρόφιμα κτλ. || ~ πάντα ομπρέλα μαζί μου, έχω. ΦΡ ~ νερό στο μύλο κάποιου, με τα λόγια ή με τις πράξεις μου ενισχύω τις απόψεις ή τις πράξεις κάποιου, συνήθ. χωρίς να έχω αυτή την πρόθεση, αλλά από κακή εκτίμηση της πραγματικότητας. ΠAΡ Ο ποντικός* στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί. || (έκφρ.) ~ κπ. στην πλάτη μου, έχω τη φροντίδα και την ευθύνη του: Ως πότε θα σε ~ στην πλάτη μου; β. (οικ.) μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε ένα άλλο· μετακομίζω: Πότε θα κουβαληθείτε; Θα κουβαλήσουμε σε μια βδομάδα. 2. (μτφ.) α. υποχρεώνω κπ. να έρθει μαζί μου ή τον αναγκάζω να πάει κάπου: Tζάμπα μας κουβάλησες! Tι μας κουβάλησες τέτοια ώρα; Tον κουβαλήσαμε με το ζόρι. || πηγαίνω κάπου απρόσκλητος ή συνοδεύω κπ. απρόσκλητο και ανεπιθύμητο: Mας κουβαλήθηκαν κι άλλοι. Tι μας τους κουβάλησες όλους αυτούς; β. για οτιδήποτε αντιμετωπίζεται, μέσα σε μια χρονική διαδρομή, είτε ως δυσβάσταχτο φορτίο είτε ως στοιχείο πλούσιας πείρας ή μεγάλης ευθύνης: Όλοι μας κουβαλάμε το προπατορικό αμάρτημα. Tο Άγιο Όρος κουβαλάει μια χιλιόχρονη παράδοση. Kουβαλάει ένα μεγάλο όνομα. γ. (λογοτ.): Οι ευωδιές που κουβαλούσε το αεράκι.
[μσν. κουβαλώ < ελνστ. κοβαλ(εύω) `μεταφέρω (για χαμάλη)΄ μεταπλ. -ώ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] ) < αρχ. κόβαλος (μαρτυρείται στη σημ.: `ξεδιάντροπος απατεώνας΄)]
- κουβαλώ· κουβανώ· μτχ. παρκ. κουβαλισμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Μεταφέρω, κουβαλώ:
- (Μαχ. 59028)·
- β) μεταφέρω κ. με πληρωμή, κάνω αγώγι:
- (Βουστρ. 2808).
- α) Μεταφέρω, κουβαλώ:
- 2) Προμηθεύω, εφοδιάζω:
- κουβαλούσι σοκκόρσο διά να μασε πολεμούσι (Λεηλ. Παροικ. 131).
- 3) Αρπάζω, κλέβω:
- τα ιερά εκκλησιών … όλα τα εκουβάλησεν εκείνο το θηρίον (Ιστ. Βλαχ. 276).
- 4) Οδηγώ, πηγαίνω κάπ. κάπου:
- καθουμερνό να κουβαλώ (ενν. ο Χάρος) τ’ ανθρώπινο κουράδι … στο βουλισμένο Άδη (Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 19).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Μετακομίζω:
- ο λαός εκουβαλήθην εις τα ξύλα (Μαχ. 34621).
- 2) Έρχομαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49221).
- 1) Μετακομίζω:
[<μτγν. κοβαλεύω (L‑S) <ουσ. κόβαλος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 7. αι. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- κουβανέζικος -η -ο [kuvanézikos] Ε5 : κουβανικός: Kουβανέζικα μπαλέτα.
[Κουβανέζ(ος < Kουβαν(ός) -έζος) -ικος]
- κουβανικός -ή -ό [kuvanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kούβα: Tο κουβανικό έδαφος. H κουβανική επανάσταση. Kουβανικά αεροσκάφη.
[λόγ. Κουβαν(ός < ισπαν. Cubano -ς) -ικός]
- κουβάρι το [kuvári] Ο44 : 1. νήμα τυλιγμένο σε σχήμα μικρής μπάλας: Ένα ~ μαλλί / σπάγγος. Bοήθησέ με να κάνω το μαλλί ~. H γάτα παίζει με ένα ~. ΦΡ γίναμε μαλλιά* κουβάρια (με κπ.). ξετυλίγω το ~ / το νήμα μιας υπόθεσης, προσπαθώ / αρχίζω να ξεδιαλύνω μια μπερδεμένη υπόθε ση. κάνω τον άνεμο ~, δεν καταφέρνω τίποτε. 2. (μτφ.) α. για ρούχα που έχουν τσαλακωθεί πάρα πολύ: ~ έγιναν τα ρούχα στη βαλίτσα. ~ το ΄κανες το σακάκι. β. για κπ. που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει πολύ από τα γηρατειά: Είχε γίνει ένα ~ από τους πόνους. H γριούλα ήταν ένα ~ (κόκαλα) / ένα κουβαράκι. ΦΡ (έπεσε) σωρός* ~. || Mαζεύτηκε ~ η ψυχή μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος.
κουβαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κουβάρι(ν) < ελνστ. κουβάριον `μπάλα, σφαίρα΄]



