Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Κορωναίος ο· Κουρουναίος.
-
- α) Που κατάγεται από την Κορώνη:
- (Χρον. σουλτ. 13322)·
- β) πιθ., προκ. για απερίσκεπτους γλεντοκόπους:
- (Συναξ. γυν. 615).
- Η λ. ως επών.:
- (Τζάνε Κορωναίος).
[<τοπων. Κορώνη + κατάλ. ‑αίος. Ο τ. πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του ουσ. κουρούνα (<κορώνη). Η λ. και σήμ.]
- α) Που κατάγεται από την Κορώνη:



