Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κολομβία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολομβιανός -ή -ό [kolomvianós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kολομβία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kολομβιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Kολομβιανός, θηλ. Kολομβιανή, ο κάτοικος της Kολομβίας. || (ως επίθ.): Kολομβιανοί ποιητές.

[λόγ. Kολομβί(α) -ανός < γαλλ. Colomb(ie) -ία (ορθογρ. δαν.) με βάση το όν. του Kολόμβου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες