Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Καρπενησιώτης ο.
-
- Αυτός που κατάγεται από το Καρπενήσι:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 424).
[<τοπων. Καρπενήσι + κατάλ. ‑ιώτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που κατάγεται από το Καρπενήσι:



