Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Καλαβρινός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Καλαβρινός ο.
  • (Ως επίθ.) που προέρχεται από την Kαλαβρία:
    • μούλας Καλαβρινής (Σπανός D 108).

[<τοπων. Kαλαβρία + κατάλ. ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες