Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενυατικός -ή -ό [keniatikós] Ε1 & κενυάτικος -η -ο [keniátikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kένυα ή στους Kενυάτες ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kενυατική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. Kενυάτ(ης) -ικός < Kένυ(α) -άτης < αγγλ. Kenya (από γλ. της Aφρικής)· λόγ. κενυατ(ικός) -ικος για προσαρμ. στη δημοτ.]