Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ιταλιάνος ο· ’Ταλιάνος.
-
- Ιταλός:
- Ανδρείον τε κι ευγενικόν και άξιον ’Ταλιάνον (Κορων., Μπούας 137).
[<ιταλ. Italiano. Η λ. στο Du Cange (‑οι) και σήμ.]
- Ιταλός:



