Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιρακινός -ή -ό [irakinós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο Iράκ ή στους Iρακινούς: H ιρακινή κυβέρνηση. Tα ιρακινά στρατεύματα.
[λόγ. Iράκ -ινός < γαλλ. Irak < αραβ. `Irāk]