Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ιουδαίος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Iουδαίος ο [iuδéos] Ο18 θηλ. Iουδαία [iuδéa] Ο26 : αυτός που ανήκει στο έθνος των Iουδαίων, στους Εβραίους της αρχαίας Παλαιστίνης. (έκφρ.) περιπλανώμενος* ~. ΦΡ διά τον φόβο(ν)* των Iουδαίων.

[λόγ. < ελνστ. Ἰουδαῖος < εβρ. Yĕhūdhī· λόγ. < ελνστ. Ἰουδαία]

[Λεξικό Κριαρά]
Ιουδαίος ο· Ιγουδαίος.
  • α) Ο κάτοικος της Ιουδαίας, Εβραίος:
    • (Διγ. Z 3093
  • β) (θρησκ.) ο πιστός της ιουδαϊκής θρησκείας:
    • Ιουδαίων συναγωγήν (Δούκ. 32713).

[μτγν. εθν. Ιουδαίος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες