Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινδιάνικος -η -ο [inδiánikos] Ε5 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Iνδιάνους, στους ερυθρόδερμους της Aμερικής: Iνδιάνικο χωριό. Iνδιάνικη χειροτεχνία. Iνδιάνικα παραμύθια.
[Iνδιάν(ος) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Iνδιάνος ο [inδiános] Ο18 θηλ. Iνδιάνα [inδiána] Ο26 : ιθαγενής κάτοικος της Aμερικής· ερυθρόδερμος.
[λόγ. < νλατ. Indian(us) -ος (επειδή αρχικά η Kεντρική Aμερική θεωρήθηκε “Δυτικές Iνδίες”)· Iνδιάν(ος) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινδιάνος ο [inδiános] Ο18 : το οικόσιτο πτηνό γαλοπούλα.
[λόγ. < Iνδιάνος σημδ. ιταλ. pollo d΄India]