Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Θηβαίος ο· Θηβιός· πληθ. Θηβοί.
-
- Θηβαίος:
- (Βίος Αλ. 1129), (Χρον. σουλτ. 764).
[αρχ. εθν. Θηβαίος. Η λ. και σήμ.]
- Θηβαίος:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. εθν. Θηβαίος. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |