Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Θεομήτωρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Θεομήτωρ η [θeomítor] Ο γεν. Θεομήτορος, αιτ. Θεομήτορα : ονομασία της Παναγίας ως μητέρας του Θεανθρώπου, δηλαδή του Xριστού.

[λόγ. < μσν. Θεομήτωρ (στη νέα σημ.) < ελνστ. θεομήτωρ `μητέρα θεού΄, (για την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Mεγάλου Aλεξάνδρου)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go