Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εγγλέζος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Εγγλέζος ο [eŋglézos] Ο18 θηλ. Εγγλέζα [eŋgléza] Ο25 : (οικ.) ο κάτοικος της Aγγλίας. ΦΡ είναι ~ στα ραντεβού του, έρχεται ακριβώς στη συμφωνημένη ώρα, όπως οι Εγγλέζοι. εγγλεζάκι το YΠΟKΟΡ.

[παλ. αγγλ. πληθ. Εngle με επίδρ. του ιταλ. Ingles(e) -ος· Εγγλέζ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες