Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εγγλέζης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Εγγλέζης ο.
  • Άγγλος:
    • καβαλλάρης Εγγλέζης (Μαχ. 10011).

[<παλαιότ. γαλλ. Engleis· πβ. και ιταλ. Inglese]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες